Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αἵματος δίκην

  • 1 Process

    subs.
    Method: P. μέθοδος, ἡ.
    Means: P. and V. πόρος, or pl.
    Course of action: P. προαίρεσις, ἡ.
    Action at law: P. and V. δκη, ἡ.
    He should have inflicted the just penalty for murder by due process of law: V. χρῆν αὐτὸν ἐπιθεῖναι μὲν αἵματος δίκην ὁσίαν διώκοντα (Eur., Or. 500).
    In process of time: P. τοῦ χρόνου περιιόντος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Process

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»